- ερωτόεις
- ἐρωτόεις, -εσσα, -εν (AM)αυτός που είναι γεμάτος με ερωτική επιθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -όεις* (πρβλ. αιματόεις, αστερόεις, δακρυόεις κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρωτόεις — loving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτόεντος — ἐρωτόεις loving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek